- ἐπίκρουσμα
- ἐπί-κρουσμα, ατος, τό,A forcible blow, ib.91.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
επίκρουσμα — ἐπίκρουσμα, τὸ (Α) [επικρούω] ισχυρό χτύπημα … Dictionary of Greek
ἐπικρούσματι — ἐπίκρουσμα forcible blow neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)